- φοινικόπτερυξ
- φοινῑκό-πτερυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,A red-winged, νύμφα Lyr.in Mitteil. aus der Papyrussamml. d. Nationalbibliothek in Wien 1(1932).139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυγα — φοινικόπτερυξ red winged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)